εγχάραγμα

εγχάραγμα
το (AM ἐγχάραγμα)
νεοελλ.
εντομή, χαραματιά
αρχ.
(για έδαφος) κοίλωμα, χαράδρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναποσφράγισμα — ἐναποσφράγισμα, το (Α) αποτύπωμα, απεικόνιση, εγχάραγμα …   Dictionary of Greek

  • εντύπωμα — το (Α ἐντύπωμα) το αποτέλεσμα τού εντυπώνω (εντυπώ), το αποτύπωμα, το ίχνος νεοελλ. ανατ. κοιλότητα πάνω στην επιφάνεια ενός οργάνου μέσα στην οποία εισχωρεί τμήμα άλλου οργάνου αρχ. το σχήμα που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με πίεση, εγχάραγμα,… …   Dictionary of Greek

  • παρεγχάραγμα — τὸ, Μ αλλοίωση, φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγχάραγμα (< ἐγχαράσσω «χαράζω, κάνω εντομές σε σκληρό υλικό»)] …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”